- δεχόμενον
- δέχομαιtakepres part mp masc acc sgδέχομαιtakepres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BATTUS I — BATTUS I. Lacedaemone oriundus, Cyreves in Africa conditor, annô 2. 32. Olymp. Euseb. Chron. quem Callunachus ait progenitorem suum fuisse. Strabo. l. 17. Battiades Ovidio in Ibin, v. 53. hinc dictus. Iuxta Cretam insula est, nomine Thera, unde… … Hofmann J. Lexicon universale
διαυλωνίζω — (AM) περνώ μέσα από στενή δίοδο, κανάλι, πόρο αρχ. είμαι εκτεθειμένος στους ανέμους («διαυλωνίζειν φαμὲν τὸ δεχόμενον ἐξ ἑκατέρου πνεῡμα χωρίον», Αθήν.) … Dictionary of Greek
Πανδέκτη — Τετράτομο μουσικό βιβλίο που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από το Πατριαρχικό τυπογραφείο (1850). Ήταν έκδοση των Ιωάννη Λαμπαδάριου και Στέφανου Βυζάντιου. Ουσιαστικά πρόκειται για μαθήματα μουσικής προγενέστερων συγγραφέων, μεταφρασμένα στη… … Dictionary of Greek